- παραπόλλυμαι
- παραπόλλυμιdestroypres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραπόλλυμι — Α 1. καταστρέφω κάτι άδικα, καταναλίσκω άσκοπα, σπαταλώ («παραπόλλυμι τὸν ναῡλον», Πλούτ.) 2. μέσ. παραπόλλυμαι χάνομαι άδικα («οἷος τεχνίτης παραπόλλυμαι», Δίων. Κάσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἀπόλλυμι «αφανίζω, καταστρέφω»] … Dictionary of Greek